- συαγρεσία
- σῠαγρ-εσία, ἡ,A boar-hunt, AP6.34 (Rhian.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συαγρεσία — ἡ, Α κυνήγι αγριόχοιρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος» + αγρεσία (< ἄγρα «κυνήγι»)] … Dictionary of Greek
συαγρεσίης — συαγρεσία boar hunt fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)